χλωμιάζω

χλωμιάζω
χλωμιάζω, χλώμιασα βλ. πίν. 35

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χλωμιάζω — Ν (παλ. γρφ.) βλ. χλομιάζω …   Dictionary of Greek

  • ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… …   Dictionary of Greek

  • αχνιάζω — (I) γίνομαι αχνός, χλωμιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αχνός]. (II) [άχνα (Ι)] βγάζω άχνα, μόλις ακούγομαι …   Dictionary of Greek

  • χλομιάζω — και παλ. γρφ. χλωμιάζω Ν [χλομός /χλωμός] 1. γίνομαι χλομός, χάνω το χρώμα μου, ωχριώ («χλόμιασε από τον φόβο του») 2. (για φυτό) μαραίνομαι, κιτρινίζω 3. μτφ. χάνω το θάρρος μου, δειλιάζω …   Dictionary of Greek

  • χλόμιασμα — και παλ. γρφ. χλώμιασμα, το, Ν [χλομιάζω /χλωμιάζω] το αποτέλεσμα τού χλομιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”